- ὄχθοις
- ὄχθοςeminencemasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… … Dictionary of Greek